αζωΐα

αζωΐα
η отсутствие жизни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αζωΐα" в других словарях:

  • ἀζωία — ἀζωίᾱ , ἀζωία absence of life fem nom/voc/acc dual ἀζωίᾱ , ἀζωία absence of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζωίᾳ — ἀζωίᾱͅ , ἀζωία absence of life fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζωία — η (Α ἀζωία) [ἄζωος] έλλειψη, απουσία ζωής …   Dictionary of Greek

  • ἀζωίας — ἀζωίᾱς , ἀζωία absence of life fem acc pl ἀζωίᾱς , ἀζωία absence of life fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζωίαν — ἀζωίᾱν , ἀζωία absence of life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζωος — (I) η, ο (Α ἄζωος, ον) αυτός που δεν έχει μέσα του ζωή, ο χωρίς ζωντάνια, αποναρκωμένος, χαύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωή. ΠΑΡ. αζωία]. (II) η, ο (Α ἄζωος, ον) (για ξύλα, δέντρα κ.λπ.) αυτός που δεν περιέχει ζωύφια, σκουλήκια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»